Την πρωθυπουργική της θέση στη Νέα Ζηλανδία εγκαταλείπει η Τσασίντα Αρντέρν έπειτα από πέντε χρόνια στην ηγεσία της κυβέρνησης της χώρας, καθώς όπως δήλωσε είναι πια κουρασμένη και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο απαιτητικό έργο και τα καθήκοντα που επιτάσσει.
Την ανακοίνωση έκανε νωρίς τα ξημερώματα (ώρα Ελλάδος). Αναμένεται να πάψει την ιδιότητά της στις αρχές του επόμενου μήνα, το αργότερο έως τις 7 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με πληροφορίες.
«Για μένα, είναι καιρός», συνόψισε η 42χρονη Αρντέρν, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο εκδήλωσης του Εργατικού Κόμματος. «Απλούστατα δεν έχω την ενέργεια για ακόμη τέσσερα χρόνια», ξεκαθάρισε.
Στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση αφότου το κοινοβούλιο άρχισε τις διακοπές του καλοκαιριού του θερινού ημισφαιρίου, διάρκειας ενός μήνα, η Αρντέρν υποστήριξε πως ήλπιζε να εκμεταλλευτεί αυτή την περίοδο για να βρει την ενέργεια που χρειαζόταν για να συνεχίσει το κυβερνητικό της έργο. «Αλλά δεν ήμουν σε θέση να το κάνω», πρόσθεσε.
Διευκρίνισε πως ως τις εκλογές του Οκτωβρίου, θα συνεχίσει να ασκεί τα βουλευτικά της καθήκοντα στο κοινοβούλιο.
Τόνισε πως δεν αποχωρεί επειδή θεωρεί ότι οι επόμενες εκλογές είναι χαμένες, αλλά επειδή «μπορούμε να τις κερδίσουμε, και θα το κάνουμε».
Οι Εργατικοί θα ψηφίσουν τον αντικαταστάτη της μέχρι την Κυριακή.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αρντέρν και υπουργός Οικονομικών, Γκραντ Ρόμπερτσον, γνωστοποίησε παράλληλα πως δεν θα είναι υποψήφιος για τη διαδοχή της.
Η Τζασίντα Αρντέρν ανέλαβε επικεφαλής της κυβέρνησης συνασπισμού το 2017, στα 37 της, με αποτέλεσμα να γίνει η νεότερη πρωθυπουργός στην παγκόσμια ιστορία. Τρία χρόνια αργότερα, το 2020, οι Εργατικοί σάρωσαν στην κάλπη εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία στο νεοζηλανδικό κοινοβούλιο. Σημειώνεται επίσης, ότι είναι η δεύτερη γυναίκα που γίνεται ποτέ μητέρα ενώ κρατά πρωθυπουργικό αξίωμα.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες η δημοτικότητα της ίδιας και του κυβερνώντος κόμματος έχει πάρει την κατιούσα στις δημοσκοπήσεις, ενώ οι εκλογές αναμένεται να διεξαχθούν αργότερα φέτος. Όπως γνωστοποίησε, η κάλπη για τη Νέα Ζηλανδία θα στηθεί την 14η Οκτωβρίου.
Η απερχόμενη πρωθυπουργός διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει κανένας κρυφός λόγος πίσω από την αποχώρησή της.
«Άνθρωπος είμαι. Δίνουμε όσα μπορούμε για όσο μπορούμε, και μετά είναι καιρός. Και για μένα, είναι καιρός», σημείωσε. «Το ότι έγινα πρωθυπουργός είναι η μεγαλύτερη τιμή της ζωής μου και θέλω να ευχαριστήσω τους Νεοζηλανδούς για το προνόμιο που μου έδωσαν να κυβερνήσω τη χώρα για πεντέμισι χρόνια», συνέχισε. Όμως μαζί με «το προνόμιο έρχεται η ευθύνη, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης να ξέρεις πότε είσαι πρόσωπο κατάλληλο για να κυβερνήσει και πότε δεν είσαι».
Πέρα από τις κρίσεις των ακινήτων, της παιδικής φτώχειας, της κλιματικής αλλαγής, η απερχόμενη πρωθυπουργός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την πολύνεκρη τρομοκρατική ενέργεια στην Κράιστσερτς, την έκρηξη ηφαιστείου, την πανδημία του νέου κορονοϊού, τη συνεπακόλουθη οικονομική κρίση. Η εξουσία είχε «μεγάλο» προσωπικό κόστος, παραδέχθηκε. «Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά, και ξέρω πως δεν έχω πλέον αρκετό καύσιμο στο ντεπόζιτο για την κάνω σωστά. Είναι τόσο απλό».
«Όσο για την περίοδο που άσκησα την εξουσία, ελπίζω πως θα αφήσω τους Νεοζηλανδούς με την πεποίθηση πως μπορείς να έχεις ευγένεια αλλά και δύναμη, συμπόνια αλλά και αποφασιστικότητα, αισιοδοξία αλλά και απόλυτη συγκέντρωση. Ότι μπορείς να είσαι ένα ξεχωριστό είδος ηγέτη: το δικό σου».